καλαμοειδῆ

καλαμοειδῆ
καλαμοειδής
reed-like
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
καλαμοειδής
reed-like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
καλαμοειδής
reed-like
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγρωστώδη — τα, ἀγρωστίδες, οι μεγάλη οικογένεια τών Μονοκοτυλήδονων, συγγενής με τις οικογένειες τών Κυπεριδών και τών Γιουγκιδών (βούρλα). Περιλαμβάνει φυτά ποώδη, σπανίως θαμνώδη ή δενδρώδη, συνήθως με ρίζωμα και βλαστό καλαμοειδή …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροκάλαμο — Γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει δώδεκα είδη των τροπικών και των γειτονικών τους χωρών. Το γνωστό ζ. είναι φυτό ιθαγενές της Κοχινκίνας και της Βεγγάλης και καλλιεργείται σε πολλές θερμές χώρες, κυρίως στην Ινδία, στη… …   Dictionary of Greek

  • γυνέριο — (gynerium).Κοινή ονομασία φυτών με την οποία είναι γνωστά τα είδη των γενών γ. και κορταδερία. Είναι φυτά πολυετή, καλαμοειδή της οικογένειας των αγρωστωδών. Στο γένος κορταδερία ανήκουν έξι είδη, από τα οποία κυριότερο είναι η κορταδερία η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”